αχρημων

αχρημων
    ἀχρήμων
    2, gen. ονος Pind., Eur. = ἀχρήματος См. αχρηματος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αχρημων" в других словарях:

  • αχρήμων — ἀχρήμων, ον (Α) [χρήμα] αυτός που δεν έχει χρήματα, ο φτωχός …   Dictionary of Greek

  • ἀχρήμων — poor masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρημόνων — ἀχρήμων poor gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρήμονας — ἀχρήμων poor masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχρήμονες — ἀχρήμων poor masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -σύνη — παραγωγική κατάλ. αφηρημένων ουσ. όλων τών περιόδων τής ελλην. γλώσσας. Κατά την επικρατέστερη άποψη, ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα μιας ΙΕ ρίζας στην οποία ανάγονται επίσης τα: αρχ. ινδ. tvanam, αβεστ. θwanәm. Αρχικά, τα θηλ. ον. σε σύνη… …   Dictionary of Greek

  • αχρημοσύνη — ἀχρημοσύνη, η (Α) [αχρήμων] έλλειψη χρημάτων …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»